- παντόφελλος
- -ο1. αυτός που αποτελείται εξ ολοκλήρου από φελλό2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι παντόφελλοισανδάλια κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου από φελλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + φελλός. Η λ., στον τ. τού πληθ. παντόφελλοι, μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.